- χαρακτηρίσῃ
- χαρακτηρίζωengraveaor subj mid 2nd sgχαρακτηρίζωengraveaor subj act 3rd sgχαρακτηρίζωengravefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαρακτήριση — η, Ν χαρακτηρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακτηρίζω. Η λ., στον λόγιο τ. χαρακτήρισις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek